Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ναυτίλων ὀχήματα

См. также в других словарях:

  • θαλασσόπλαγκτος — θαλασσόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερό πλαγκτος, νυκτί πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • λινόπτερος — λινόπτερος, ον (Α) (ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»